Πετρόχτιστες κάβες και κελάρια ή απλοί χώροι αποθήκευσης του σπιτιού μπορούν να γίνουν το καταφύγιο για να αναθρέψουμε τα αγαπημένα μας κρασιά.

Όλα τα κρασιά δεν παλαιώνουν. Όσα όμως έχουν οινοποιηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν να παλαιώσουν, ενδέχεται με το πέρασμα του χρόνου να εξελιχθούν σε πραγματικά διαμάντια. Αξίζει λοιπόν τον κόπο να επενδύσουμε σε φρέσκα και οικονομικά κρασιά, τα οποία θα φροντίσουμε και θα «μεγαλώσουμε» στις κατάλληλες συνθήκες, ώστε να τα απολαύσουμε στο απόγειο της ζωής τους, ύστερα από μερικά χρόνια.

Χειρότερος εχθρός του κρασιού είναι η θερμοκρασία, το φως κι η ορθοστασία, ενώ κατά πόδας ακολουθούν οι διακυμάνσεις της υγρασίας, οι μυρωδιές κι οι κραδασμοί. Πολύ κακομαθημένο βλέπετε είναι το κρασάκι, αφού είναι κι αυτό ένας ζωντανός οργανισμός που γεννιέται, μεγαλώνει, γερνά και πεθαίνει! Βορεινά ντουλάπια, υπόγειες αποθήκες ή ένα παλιό ψυγείο είναι οι πιο απλές και οικονομικές λύσεις. Για μια σύντομη περίοδο αποθήκευσης (2-3 χρόνια) τα κρασιά μπορούν να συντηρηθούν μια χαρά σε τέτοιους χώρους. Μάλιστα υπάρχουν σημεία του σπιτιού που λόγω των συνθηκών τους είναι ιδανικά για φύλαξη ακόμη και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα (4-5 χρόνια). Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το ντουλάπι κάτωθεν του νεροχύτη της κουζίνας. Μια άλλη πολύ ασφαλής περίπτωση είναι το παλιό μας το ψυγείο, που λειτουργεί ακόμα. Όλα τα παραπάνω αν δεν καταφέρνουν να συντηρήσουν το κρασί σε θερμοκρασίες μεταξύ 11 – 15˚C, και σε ελεγχόμενη υγρασία, δεν έχουν και τις προδιαγραφές για να παλαιώσουμε κρασί, παρά μόνο για να το συντηρήσουμε.

Για βαθιά παλαίωση (άνω των 10 χρόνων) χρειάζεται μια πιο περίπλοκη διαδικασία. Οι θερμοκρασίες που προαναφέραμε θα πρέπει όχι απλά να τηρούνται αλλά να μένουν σταθερές, χωρίς σκαμπανεβάσματα, σε όλη τη διάρκεια του χρόνου. Όταν το κρασί παραμείνει σε χαμηλότερη θερμοκρασία τότε σταματάνε οι διαδικασίες της παλαίωσης, ενώ όταν οι θερμοκρασίες είναι μεγαλύτερες αυξάνεται η ταχύτητα γήρανσης του κρασιού. Όσοι διαθέτουν κελάρι ή έστω έναν υπόγειο αποθηκευτικό χώρο θα πρέπει να νιώθουν τυχεροί. Έχουν όλα τα φόντα για να γίνουν wine growers με επιτυχία. Υπάρχουν ωστόσο κάποιες προδιαγραφές που θα πρέπει να πληροί ο εν λόγω χώρος. Βασικός παράγοντας είναι να βρίσκεται μακριά από σωληνώσεις καλοριφέρ, από καυστήρες και γενικά εστίες θερμότητας, αλλά κι από σημεία που έχουν έντονες μυρωδιές ή ακόμη από κραδασμούς κι έντονο φως. Προκειμένου να εξασφαλίσουμε τη σταθερότητα της θερμοκρασίας μπορούμε απλά να εφαρμόσουμε μονώσεις στο χώρο. Ωστόσο είναι σημαντικό να ελέγχουμε, με τη βοήθεια ενός υγρόμετρου και την υγρασία, η οποία δεν θα πρέπει να ξεφεύγει από τα όρια των 60 – 90%. Το κελάρι χρειάζεται επίσης και τον αερισμό του, προκειμένου να μην αναπτυχθούν μυρωδιές κλεισούρας και μούχλας. Φροντίστε λοιπόν για κάποιο άνοιγμα, το οποίο θα επιτρέπει την ανανέωση του αέρα, όμως θα εμποδίζει υγρά, φως, έντομα και τρωκτικά να μπαινοβγαίνουν. Αυτό το πετυχαίνουμε με τη χρήση μιας ψιλής σίτας που θα εφαρμόσουμε στο μικρό άνοιγμα.

Τέλος κρεμάμε το ειδικό ταμπελάκι «Do Not Disturb» και δεν επιτρέπουμε η κάβα μας να γίνει κέντρο εισερχομένων.

Αν βάλουμε το χέρι στη τσέπη, επενδύοντας σε έναν συντηρητή κρασιών, τότε τα πράγματα γίνονται πολύ απλά, αφού οι συντηρητές κρασιών είναι φτιαγμένοι ώστε να πληρούν όλες τις προαναφερθείσες προδιαγραφές. Σε γενικές γραμμές οι πιο καλοί συντηρητές είναι αρκετά τσιμπημένοι στις τιμές τους, ξεκινώντας από 600 με 700 ευρώ, ενώ θα βρούμε και πιο απλούς και οικονομικότερους, γύρω στα 200 ευρώ. Τους βρίσκουμε σε διάφορα μεγέθη, σχέδια και μάρκες, σε καταστήματα με ηλεκτρικά είδη σπιτιού ή εξειδικευμένα καταστήματα με αξεσουάρ κρασιού.

Σε κάθε περίπτωση φροντίστε να ενημερώνετε το ημερολόγιο της κάβας σας: το τι μπαίνει και τι βγαίνει από αυτήν. Αυτό θα σας βοηθά στο να μην ψαχουλεύετε σαν τυφλοπόντικες ανάμεσα από στοίβες φιαλών, που μεταξύ άλλων, απαιτούν και την ησυχία τους (ισχύει πάντα το ταμπελάκι «Do Not Disturb»).