Θυμάμαι στα πρώτα παιδικά μου χρόνια, που η αδελφή της γιαγιάς μου με έπαιρνε απ’ το χεράκι και πηγαίναμε περπατώντας σε ένα υπόγειο κουτούκι στην Αγία Παρασκευή με ένα πλαστικό μπουκάλι στο χέρι. Το υπόγειο, γεμάτο βαρέλια και τη χαρακτηριστική μυρωδιά του οξειδωμένου κρασιού, αποτελούσε το στέκι της τελευταίας γενιάς των ρετσινοποτών της παλιάς Αθήνας. Μιας γενιάς που χάθηκε, παίρνοντας μαζί της και την εκτίμηση που είχε στη ρετσίνα.

Από τον Πάνο Γεωργούντζο.

 

Το κρασοπουλιό αυτό έκλεισε, όπως και τα περισσότερα παρόμοιά του στις διάφορες γειτονιές της Αθήνας. Η ρετσίνα, παρόλη τη χαμηλή τιμή της, λόγω της χρησιμοποίησης φτηνών σταφυλιών για την παρασκευή της, δεν κατάφερε να επιβιώσει στη συνείδηση των νεότερων γενιών. Τα αίτια της εξαφάνισής της, πολλά. Τα κυριότερα υπήρξαν η εισβολή ενός πιο κοσμοπολίτικου τρόπου ζωής με εισαγόμενα ποτά και ένα lifestyle που εκ των πραγμάτων εξόριζε τη ρετσίνα ως μια ξεπερασμένη συνήθεια των προηγούμενων γενιών. Ακόμα, ο πρόχειρος τρόπος που φυλασσόταν η ρετσίνα σε παλιά βαρέλια και υπό κακές συνθήκες δεν συγχωρέθηκε από τις νεότερες γενιές, που άρχισαν να μαθαίνουν στην αποστείρωση των καταναλωτικών τους συνηθειών.

 

Ύστερα από αρκετά πέτρινα χρόνια, όπου κυριάρχησαν άλλα κρασιά, το αρετσίνωτο, το μπρούσκο και άλλες τέτοιες γενικεύσεις, αλλά και μετά την «άνοιξη» του εμφιαλωμένου ποιοτικού, ήρθε η ώρα να αποκατασταθεί η φήμη της ρετσίνας και να ξαναπάρει τη θέση της στο τραπέζι μας. Εξάλλου οι Έλληνες καταναλωτές σήμερα είναι περισσότερο εκπαιδευμένοι από ποτέ σε οινικά ζητήματα, και παράλληλα ακολουθούν την παγκόσμια στροφή στις γευστικές παραδόσεις του παρελθόντος. Οπότε σίγουρα υπάρχει η κατάλληλη συγκυρία να επανασυστηθεί η ρετσίνα και να μπει στη ζωή μας ως κάτι πρωτόγνωρο και εξωτικό.

 

Η ρετσίνα δεν είναι μόνο το κατασκεύασμα των μαζικών οινοποιείων των Μεσογείων, όπου κυριαρχεί η χρήση φτηνού Σαββατιανού και αρωμάτων κακής ποιότητας ρετσινιού. Έτσι κι αλλιώς στην αρχαιότητα κάθε ποικιλία μπορούσε να γίνει ρετσίνα. Επίσης, δεν είναι το κρασί εκείνο που στη χειρότερή του μορφή συνέβαλε στη διαμόρφωση μιας διεθνώς ζοφερής εικόνας για τον ελληνικό αμπελώνα. Τέλος, δεν είναι το κρασί που πίνεται σε υγρά υπόγεια με φτηνούς μεζέδες και από άτομα με φανερά προβλήματα αλκοολισμού. Μα αν δεν είναι όλα αυτά, τότε τι είναι;

 

Η ρετσίνα είναι το πιο ιδιαίτερο κρασί του ελληνικού αμπελώνα. Η οινοποιητική του μέθοδος με τον αρωματισμό του μούστου δεν συναντάται πουθενά αλλού στον κόσμο. Η παράδοσή της πάει μερικές χιλιάδες χρόνια πίσω στο χρόνο όταν οι άλλοι λαοί μάθαιναν ακόμα την αμπελουργία και την οινοποίηση από τους προγόνους μας. Και αν δεν φτάνουν όλα αυτά για να πειστούμε για την αξία της, τότε ας ανατρέξουμε στους σύγχρονους οινοποιούς που τόλμησαν να την επαναπροσδιορίσουν.

 

Προτείνω ανεπιφύλακτα να δοκιμάσετε κάποιες από τις «πραγματικές» ρετσίνες που κυκλοφορούν στο εμπόριο. Ενδεικτικά αναφέρω τη ρετσίνα από σταφύλια βιολογικής γεωργίας της Οικογένειας Γεώργα. Ακόμη, αξιόλογη δουλειά έχει κάνει το Κτήμα Κεχρή στη Θεσσαλονίκη, με το «Δάκρυ του Πεύκου», ενώ υπέροχο δείγμα «νέας ρετσίνας» αποτελεί ο «Ρητινίτης Nobilis» του Κτήματος Γαία.

 

Ας ανοίξουμε, λοιπόν, τους γευστικούς μας ορίζοντες και ας υποδεχθούμε ξανά τη ρετσίνα στο τραπέζι μας. Όπως δήλωσε και η Κορίν Μετζελοπούλου, η ελληνικής καταγωγής ιδιοκτήτρια του Chateau Margaux σε πρόσφατη συνέντευξή της στον «Οινοχόο», «Λατρεύω τη ρετσίνα». Λέτε να μην ξέρει κάτι παραπάνω;

 

Πηγή: www.gourmed.gr