Η βασική τους διαφορά μετριέται σε IBU (international bittering units) που είναι η διεθνής μονάδα μέτρησης της πικράδας μιας μπίρας, και η οποία προκύπτει από την ποσότητα του λυκίσκου που χρησιμοποιείται στην παραγωγή της. Για τους σκληροπυρηνικούς μπιράδες η πικράδα σε μια μπίρα θεωρείται επιβεβλημένη. Άλλωστε ο λυκίσκος συμμετέχει στο άρωμα, στο σώμα και σαφώς δίνει χαρακτήρα σε μια μπίρα. Είναι σα να λέμε, το αλατόπιπερo της.

 

Επί της ουσίας, ο όρος “lager” δηλώνει τεχνικά μία μπύρα χαμηλής ζύμωσης, όπου η μαγιά καθιζάνει στον πάτο. Εντούτοις ανάμεσα στις μπύρες χαμηλής ζύμωσης συγκαταλέγονται και οι “pilsner” ή πιο απλά pils”, οι οποίες κατάγονται από την ομώνυμη πόλη της Βοημίας κι ως κατηγορία υποδηλώνουν μπύρες με έντονο το άρωμα και τη γεύση του λυκίσκου, και φυσικά με μεγαλύτερο IBU από τις υπόλοιπες lager.

 

Για να τις απολαύσουμε σωστά, σερβίρουμε αμφότερες σε θερμοκρασίες 4 με 7 βαθμούς C, χωρίς παγάκια ή παγωμένα ποτήρια με κομμάτια πάγου που αλιώνουν τα χαρακτηριστικά τους. Επίσης το ποτήρι πρέπει να λαμποκοπάει και να είναι εντελώς κάθαρο, διότι από αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η ποιότητα κι η διάρκεια του αφρού. Σε ένα τραπέζι, συνοδεύουμε τις lager σχεδόν με τα πάντα, αφού λατρεύουν τους μεζέδες, ενώ τις pilsner τις προσφέρουμε κατά προτίμηση με αντίστοιχα πικρά και πιπεράτα πιάτα, όπως εδέσματα που περιέχουν ελιές, μπαχαρικά, αντίδια ή ρόκα ή ακόμα και πικάντικα τυριά όπως κεφαλοτύρι σαγανάκι, ώριμες κεφαλογραβιέρες, κλπ.